- διχθάδιος
- διχθάδιοςtwofoldmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διχθάδιος — διχθάδιος, ία, ον (Α) [διχθάς] 1. διπλός, δύο ειδών 2. καθένας από τους δυο 3. δεύτερος 4. (το ουδ. πληθ. και η αιτ. θηλ. ως επίρρ.) διχθάδια, διχθαδίην σε δύο μέρη … Dictionary of Greek
διχθαδίων — διχθάδιος twofold fem gen pl διχθάδιος twofold masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχθάδιον — διχθάδιος twofold masc acc sg διχθάδιος twofold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχθαδίαις — διχθάδιος twofold fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχθαδίη — διχθάδιος twofold fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχθαδίην — διχθάδιος twofold fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχθαδίης — διχθάδιος twofold fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχθαδίοις — διχθάδιος twofold masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχθαδίοισι — διχθάδιος twofold masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχθαδίοισιν — διχθάδιος twofold masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)